πλειοψηφικός

πλειοψηφικός
και πλειονοψηφικός, -ή, -ό, Ν [πλειοψηφία / πλειονοψηφία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλειοψηφία
2. φρ. «πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα» — εκλογικό σύστημα κατά το οποίο τα μέλη αιρετού σώματος εκλέγονται μόνο από το ψηφοδέλτιο που πλειοψηφεί, σε αντιδιαστολή προς το αναλογικό, κατά το οποίο μέρος από τους εκπροσώπους τού λαού εκλέγονται και από τους μειοψηφίσαντες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλειοψηφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλειοψηφία: Πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλειονοψηφικός — ή, ό, Ν βλ. πλειοψηφικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”